ψιλοκοσκίνισμα

ψιλοκοσκίνισμα
τό
1) просеивание через частое сито; 2) перен. тщательное, детальное исследование, разбор

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ψιλοκοσκίνισμα" в других словарях:

  • ψιλοκοσκίνισμα — το, Ν [ψιλοκοσκινίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ψιλοκοσκινίζω …   Dictionary of Greek

  • ψιλοκοσκίνισμα — το, ατος 1. κοσκίνισμα με πολύ λεπτό κόσκινο. 2. λεπτολογία, ακριβολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξονύχιση — η έρευνα που γίνεται λεπτομερειακά και με κάθε ακρίβεια, λεπτολόγηση, ψιλοκοσκίνισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψιψίρισμα — το, ατος λεπτολογία, ψιλοκοσκίνισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»